ὁμοιότερα — ὅμοιος like neut nom/voc/acc comp pl (attic epic ionic) ὅμοιος like neut nom/voc/acc comp pl ὁμοῖος like neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοτέρας — ὁμοιοτέρᾱς , ὅμοιος like fem acc comp pl (attic epic ionic) ὁμοιοτέρᾱς , ὅμοιος like fem gen comp sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοιοτέρᾱς , ὅμοιος like fem acc comp pl ὁμοιοτέρᾱς , ὅμοιος like fem gen comp sg (attic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοτέραν — ὁμοιοτέρᾱν , ὅμοιος like fem acc comp sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοιοτέρᾱν , ὅμοιος like fem acc comp sg (attic doric aeolic) ὁμοιοτέρᾱν , ὁμοῖος like fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιότερ' — ὁμοιότερα , ὅμοιος like neut nom/voc/acc comp pl (attic epic ionic) ὁμοιότερα , ὅμοιος like neut nom/voc/acc comp pl ὁμοιότερε , ὅμοιος like masc voc comp sg (attic epic ionic) ὁμοιότερε , ὅμοιος like masc voc comp sg ὁμοιότεραι , ὅμοιος like fem … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… … Dictionary of Greek